ολονυχτία

ολονυχτία
και ολονυκτία, η
1. αγρύπνια καθ' όλη τη νύχτα, διανυκτέρευση
2. εκκλησιαστική ακολουθία κατά την παραμονή τών μεγάλων εορτών, που διαρκεί όλη τη νύχτα
3. εκκλ. αγρυπνία που διαρκεί ολόκληρη τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού αρχ. επιθ. ὁλονύκτιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολονυχτία — ολονυχτία, η και ολονυχτιά, η 1. αγρύπνια ολονύχτια. 2. ολονύχτια ιερή ακολουθία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολονυκτία — η βλ. ολονυχτία …   Dictionary of Greek

  • παννυχίδα — Γιορτή που διαρκεί όλη τη νύχτα, αλλά και η ολονύκτια ακολουθία στους χριστιανικούς ναούς την παραμονή μιας μεγάλης γιορτής. Στα μοναστήρια χρησιμοποιείται ο όρος αγρυπνία. Η συνήθεια των π. είναι αρκετά παλιά και φαίνεται να καθιερώθηκαν τον 4o… …   Dictionary of Greek

  • αγρυπνία — η ολονύχτια εκκλησιαστική ακολουθία: Στα μοναστήρια οι αγρυπνίες είναι κατανυκτικές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιτή — η 1. ολονύχτια θρησκευτική αγρυπνία. 2. ο εσωτερικός νάρθηκας των βυζαντινών ναών, ο εσωνάρθηκας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παννυχίδα — η ολονύχτια διασκέδαση, ακολουθία, αγρυπνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”