- ολονυχτία
- και ολονυκτία, η1. αγρύπνια καθ' όλη τη νύχτα, διανυκτέρευση2. εκκλησιαστική ακολουθία κατά την παραμονή τών μεγάλων εορτών, που διαρκεί όλη τη νύχτα3. εκκλ. αγρυπνία που διαρκεί ολόκληρη τη νύχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού αρχ. επιθ. ὁλονύκτιος].
Dictionary of Greek. 2013.